- ἐξωλέστερον
- ἐξώληςutterly destroyedadverbial compἐξώληςutterly destroyedmasc acc comp sgἐξώληςutterly destroyedneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεχνίον — τὸ, Α [τέχνη] 1. υποκορ. τού τέχνη 2. (με κακή σημ.) τέχνη σχετική με ποταπό αντικείμενο («οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῡ πορνοβοσκοῡ», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek